-
1 поддавать
ρ.δ.μ.βλ. поддать.1. βλ. поддаться.2. υπόκειμαι, είμαι επιδεκτικός•материал -тся обработке το υλικό είναι ευκολοδούλευτο.
εκφρ.не поддавать никакому сравн-нию – είμαι ασύγκριτος, δε συγκρίνομαι με κανέναν.
1 поддавать
материал -тся обработке το υλικό είναι ευκολοδούλευτο.